κρας

κρας
(I)
κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α)
(ποιητ. τ. τού κάρα)
1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.)
2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο» — από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.)
3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. κάρα (Ι)].
————————
(II)
κρᾱς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κράς — κρά̱ς , κράς head fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶτας — κράς head fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράατα — κράς head neut nom pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράατι — κράς head neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράατος — κράς head neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] …   Dictionary of Greek

  • μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”