κράς — κρά̱ς , κράς head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτας — κράς head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατα — κράς head neut nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατι — κράς head neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατος — κράς head neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] … Dictionary of Greek
μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] … Dictionary of Greek